- καμπυλοειδές
- καμπυλοειδήςappearingcrookedmasc/fem voc sgκαμπυλοειδήςappearingcrookedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καμπυλοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει σχήμα καμπύλο: Το γεφύρι αυτό είναι καμπυλοειδές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)